- ἐμπόλημα
- ἐμπόλημαmatter of trafficneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπόλημα — ἐμπόλημα, το (AM) το κέρδος από το εμπόριο αρχ. εμπόρευμα, πραμάτεια, φορτίο πλοίου … Dictionary of Greek
ἐμπολημάτων — ἐμπόλημα matter of traffic neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπολήμασιν — ἐμπόλημα matter of traffic neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπολήματα — ἐμπόλημα matter of traffic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπολήματος — ἐμπόλημα matter of traffic neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπολή — και αμπολή, η (AM ἐμπολή) νεοελλ. 1. αυλάκι με το οποίο διοχετεύεται το νερό για άρδευση ή σε δεξαμενή μύλου, χαντάκι, οχετός, λούκι, κν. αμπολή 2. αρδευτικό φράγμα 3. πρόχειρο άνοιγμα τοίχου που χρησιμεύει ως διάβαση μσν. εισαγωγή εμπορεύματος… … Dictionary of Greek